Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

καλοκαίρι λίγο από χωριό





Και να που οι διακοπές φτάνουν στο τέλος τους..

Λίγες ήταν, μα προσπαθήσαμε να τις κάνουμε σημαντικές.
Ήταν πριν από καμιά 10αριά μέρες, που φορτώσαμε τίγκα το αυτοκίνητο, αποχαιρετήσαμε προσωρινά την πόλη, οδηγήσαμε 840χλμ, διασχίζοντας την περισσότερη Ελλάδα, και ήρθαμε στο χωριό του μπαμπά μου, εκεί όπου τα σύνορα με την γείτονα-φασαριόζα χώρα απέχουν μόλις 5 λεπτά με αυτοκίνητο.
Το σπίτι, ερημοκλεισμένο τον υπόλοιπο χρόνο, μας περίμενε εκεί, ολόρθο και μοναχό του.
Γέμισε ο τόπος με το φτάσαμε εμείς.

Και οι μέρες κυλούσαν ήρεμα, νωχελικά, είτε με μερεμετοδουλειές που χρειάζονταν στο σπίτι, είτε με εξορμήσεις για μπάνιο και βόλτες.
Και τώρα μου μοιάζει πως πέρασαν γρήγορα, μια και πλησιάζει να φύγουμε πίσω ξανά.


Βραδάκι, περασμένη η ώρα, έξω στην άπλετη αυλή του οικοπέδου, με μια δροσούλα που σε κάνει να ξεχνάς τον μεσημεριανό καύσωνα..
Ησυχία; όχι, δεν είναι.. 
Τα διάφορα τριζόνια και κουκουβάγιες, νυχτόβια πλάσματα, σου κάνουν παρέα καθώς απολαμβάνεις την γλυκιά βραδιά.
Εδώ, όλα μοιάζουν μακρινά. Covid, κρούσματα, ωράρια, πολιτικές εντάσεις, δουλειά, άγχος, δεν έχουν καμία θέση εδώ.


Απολογισμός..
Βάψαμε το καινούριο παντζούρι που αλλάξαμε στον βορινό τοίχο (το προηγούμενο είχε πια διαλύσει από το σαράκι), ασβεστώσαμε, στοκάραμε και βάψαμε την κεντρική πόρτα.
Τα αγόρια κυρίως (το δικό μου έτερον ήμισυ, και της αδερφής μου) επιστράτευσαν όλα τους τα εργαλεία και την τέχνη για να κάνουν αριστοτεχνική δουλειά!
Και στα διαλείμματα, καφέ στο βεραντάκι. 
Με διάφορους περαστικούς να χαιρετούν στο πέρασμά τους, κι άλλους να κάνουν μια γρήγορη στάση για ένα κέρασμα.
Τα πιτσιρίκια πήγαν και στο μαντρί της ξαδέρφης να βοηθήσουν με τα πρόβατα. Πρωινό (μα πολύ πρωινό!) εγερτήριο και βουρ! Να ξεφύγουν από την ευκολία της πόλης και να μάθουν την προέλευση αγαθών, ιδίας πείρας. 
σ.σ. Λάτρεψαν την επιστροφή στο σπίτι, στην ανοιχτή καρότσα του ημιφορτηγού της ξαδέρφης! Από όπου περνούσαν, χαιρετούσαν όλο το κόσμο με περίσσια περηφάνια, ωσάν την βασίλισσα της Αγγλίας!!..)



Μα το αγαπημένο μου ήταν πάντα τα πρωινά, ή το απομεσήμερο.
Σε εκείνη την ησυχία, που δεν ακούγεται παρά το θρόισμα των δέντρων από τον Αυγουστιάτικο, ζεστό αέρα που φυσάει κάθε τόσο.
Πού και πού, κάποιο κακάρισμα από τις γειτονικές κοτούλες, ή το πελεκητό ράμφισμα των λελεκιών από τον στύλο της ΔΕΗ στην γωνία του οικοπέδου..
Ολόγυρα, ασβεστωμένα σπίτια με κεραμιδένιες, πυραμιδάτες οροφές και χαμηλούς αυλόγυρους με μπαχτσέδες.
Ο ήλιος, Αυγουστιάτικος, αντανακλά ακόμα πιο άσπρο το ασβέστωμα των σπιτιών.
Μου μοιάζουν ταπεινά, σαν να αποκοιμιούνται στην γαλήνη της επαρχίας, μα άμεμπτοι φρουροί, ανεπηρέαστα στο πέρασμα των χρόνων..
Κάποια, λίγο πιο γερασμένα από άλλα.
Και το κάθε ένα, με τις ιστορίες του, εκείνες που χάνονται πίσω στον χρόνο και θυμούνται οι πιο γέροντες..
Τις ψιθυρίζουν στα θροΐσματα των φύλλων, στους καρπερούς μπαχτσέδες, στις χορταριασμένες πέτρες των παλιών, παράπλευρων αποθηκών..

Ας είναι.. 
Χρωστάω. Χρωστάω για την επόμενη φορά που θα έρθουμε στο χωριό.
Αποφασίσαμε στον ένα τοίχο του σπιτιού, να γράψουμε την δική μας ιστορία. 
Σχεδιάζοντας το γενεαλογικό μας δέντρο, θα αποτυπώσουμε τα ονόματα όσων περισσότερων γενιών μπορούμε.
Και θα πλέξουμε τις ιστορίες τους -εκεί κι αυτές, ακουμπισμένες στα κλαδιά του Δέντρου μας --ταξιδεύοντας σαν τις κλωστές στον χρόνο..




Η ώρα πέρασε και το αεράκι παραδρόσισε.
Χαζεύω τα αστέρια που μου μοιάζουν τρίγωνο. Τα ψάχνω εκεί που κοιτούσα νωρίτερα, μα μετακινήθηκαν στον ουράνιο θόλο.
Πέρασε η ώρα..
Αύριο μια καινούρια μέρα ξεκινά -ακόμα λίγες διακοπές...