Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Το δικό μας road trip


Να περιοδεύεις στις αχανείς στέπες του Αμέρικα, με τα μαλλιά (και το φουλάρι) να ανεμίζουν στο ανοιχτό κάμπριο, η σκέψη να τρέχει ακόμα πιο μακριά, καθώς διασχίζεις την μισή χώρα από τις παλιές εθνικές, τις καυτές ερήμους και τις ξεχασμένες από το χρόνο καουμπόικες κωμοπόλεις..
Ετσι είναι τα road trip στις ταινίες.







Στην δική μου οικογένεια, το road trip το λέγαμε 'πάμε στο χωριό', κι ως ένα βαθμό, κάπως έμοιαζε με τις ταινίες --αλλά σε ελληνική version.

Το Αθήνα-Αλεξανδρούπολη με αυτοκίνητο, ακούγεται κάπως τρομερό για κάποιον που δεν κάνει μεγάλα ταξίδια.
Για μένα, είναι σχεδόν κομμάτι του DNA μου.. παλιές και νεότερες αναμνήσεις. Και κάθε νέα πρόοδος της εθνικής οδοποιίας χάραζε μια νέα εποχή..


Ταξίδι στο χωριό. 
Μια ιεροτελεστία από μόνο του, μαζί με το πριν και το μετά.
Πάντα θυμάμαι, μικρή, τις ετοιμασίες τελευταίας στιγμής, και το φόρτωμα των μπαγκαζιών στο αυτοκίνητο.
Να δένει ο πατέρας μου στην σχάρα τις μεγάλες αποσκευές, γιατί ο Σκαραβαίος δεν χώραγε πολλά στο καμπυλωτό πορτ-μπαγκάζ του.


Και πάντα ξεκινάγαμε το ταξίδι βράδυ.
Στρωνόμασταν στο πίσω κάθισμα η αδερφή μου κι εγώ, με τα σεντονάκια μας, τα μαξιλάρια μας, τις κούκλες μας -σκέτη κατασκήνωση. (Τίγκα αποσκευές εκεί που θα βάζαμε τα πόδια μας, άρα δεν 'έπαιζε' να πέσουμε στο κενό)..
Όταν δεν κοιμόμουν, χάζευα το φεγγάρι. Μας έπαιρνε από πίσω κάθε φορά! 
Εμάς ακολουθούσε!! 
Κι ένιωθα τυχερή, που κάτι (τόσο διάσημο και σημαντικό όσο το Φεγγάρι), προσέχει εμάς στο ταξίδι μας...

Πρώτη στάση, Άγιος Κωνσταντίνος, κοντά μεσάνυχτα. Για λίγο τέντωμα κι ένα καφέ για τον οδηγό.
Το υπόλοιπο βραδυνό ταξίδι κυλούσε με μουσική από το ράδιο -ό,τι έπιανε, αρκεί να ήταν Διονυσίου ή Καζαντζίδης -άντε και Νέο Κύμα για πιο light μουσική..

Τα Τέμπη, λόγω ώρας τα προσπερνούσαμε στο 'πήγαινε' - σταματούσαμε όμως κάθε φορά στο 'γύρνα' - και δωσ' του φωτογραφίες στην γέφυρα.. και χάζεμα στα μαγαζάκια που έχει κάτω. Πάντα, σιγοτραγουδώντας 'στης Λαρίιιισσης το ποτάαααμι / που το λέεεενε Πηνειόοοοο.....'
(Μην νομίζετε, κάπως έτσι έμαθα αρκετά νωρίς την Γεωγραφία της Βόρειας Ελλάδας.. από τις στάσεις και τα λαϊκά άσματα...)

Χαράματα πια Θεσσαλονίκη -για μπουγάτσα και πρωινό.
Αγουροξυπνημένη, ... και με λίγη γκρίνια.. --γιατί το σοκολατούχο γαλατάκι του μπουγατσά δεν ήταν το ίδιο με αυτό που πίναμε σπίτι.. και γιατί έξω ήταν σκοτάδια ακόμα.. και γιατί να κατέβουμε αφού ωραία κοιμόμαστε (τέλος πάντων, άμα νυστάζεις, όλο και κάτι βρίσκεις για να γκρινιάξεις).

Όταν πια ..στανιάραμε όλοι, ξαναξεκινούσαμε.





Τώρα θα ξεκίναγε το δύσκολο κομμάτι: 
η Eθνική Θεσ/κης - Αλεξ/λης, κάποτε, δεν ήταν παρά ένας στενός, μικρός κι ασήμαντος επαρχιακός δρόμος, που ανέβαινε βουνά, κατέβαινε πεδιάδες και ούτω καθεξής.
Για αυτό ήθελε πάντα ο πατέρας μου να φεύγουμε βράδυ από Αθήνα: ώστε εκείνα τα κομμάτια να τα κάνουμε με το φως της ημέρας.

Δρόμο παίρναμε, δρόμο αφήναμε. 
Και κάθε φορά μας έλεγε σε ποιο χωριό πλησιάζουμε -όλα τα θυμόταν!
Και να 'σου τα τρακτέρ και ό,τι άλλο αργοκίνητο μπροστά μας. Και πού χώρος για προσπέραση; Μετά το τελείωμα του εκάστοτε χωριού, κι αν λοξοδρομήσει γρήγορα για τα χωράφια του.

Και πέρα, να απλώνεται απέραντη σχεδόν η επαρχία..

- Φτάνουμε μπαμπά;  
- Να, σε λίγο. Μετά από εκείνο το βουνό.
κι έδειχνε το βουνό που σηκωνόταν αγέρωχο μακριά μας.
Ανεβαίναμε βουνό, στροφές από 'δω, στροφές από 'κει.
- Τώρα; φτάνουμε μπαμπά;
- Οχι ακόμα, είπαμε μετά από εκείνο να, το βουνό', 
κι έδειχνε πάλι το βουνό (άλλο προφανώς, αλλά πού να το αποδείξεις; )

Και κάπου μεταξύ βουνών, μετράγαμε ανηφοριές, κατεβαίναμε λαγκάδια, χαζεύαμε χωριά, ποτάμια, λίμνες κι ουρανό.
Σύντομα σταματήματα στην άκρη του δρόμου για διάφορα.. Να φτιάξει ένα γρήγορο φραπέ η μητέρα μου στον οδηγό μας, να τσιμπήσουμε κάτι, μέχρι και πικ-νικ θυμάμαι να στρώναμε.. 
   


Επόμενη στάση, κοντά στην Καβάλα, σ'ένα μικρό χωριό, το Μεσσορόπι, εκεί, στους πρόποδες του Παγγαίου..
Δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο, μονάχα έναν καφενέ στις παρυφές του χωριού. 
Μα ήταν -κι ακόμα είναι- η καλύτερη στάση του ταξιδιού!
Παραδοσιακός καφετζής του χωριού, με το μουστάκι του και την ποδίτσα του, μας έκανε πάντα ιδιαίτερη περιποίηση!
Η ξεχωριστή γνωριμία με τον πατέρα μου, από τα στρατιωτικά του χρόνια σαν φαντάρος, μετέτρεπε αυτόν τον παραδοσιακό, χωριάτικο καφενέ στο καλύτερο εστιατόριο!
'Κάνα αυγουλάκι για τα παιδιά' -του χωριού κιόλας! θυμάμαι πάντα να λένε με την Κυρά του, στην κουζίνα μέσα..
'Κάνα λουκανικάκι' -παραδοσιακό, δικό τους! πατατούλες, σαλατούλα, απ'όλα τα καλούδια!
Σερβιρισμένα με ανοιχτές αγκαλιές κι αγάπη..

Μα το πιο τέλειο, αυτό για το οποίο ανυπομονούσαμε τρελά η αδερφή μου κι εγώ σε όλο το ταξίδι, ήταν ο καταρράκτης στο πλάι του μαγαζιού!!
Με τα μάτια ενός 'μεγάλου' δεν ήταν παρά ένα μεγάλο ρέμα που κατέβαζε τα χιόνια του Παγγαίου που έλιωναν...
Ομως όχι στα δικά μας!
Στα δικά μας, παιδικά μάτια, ήταν ένας καταρράκτης που έτρεχε με ορμή! 
Κι άπλωνε μοσχοβολιές από δροσιά και πράσινη φύση σ' όλο το σύμπαν!
Και κάπου-κάπου, σε μιαν ακρούλα, μπορούσες να σκύψεις αρκετά και να ακουμπήσεις τα νερά που πια ηρεμούσαν...
Τι ευτυχία όταν καταφέρναμε να βρέξουμε εκεί τα χέρια μας!...

Μα το ταξίδι έχει συνέχεια, μας περίμενε ο παππούς..

Θυμάμαι να περνάμε από το 'πλακόστρωτο' κέντρο της Καβάλας -γιατί από εκεί περνούσε η τότε-Εθνική.
Κι όσο αργά και να πηγαίναμε, πάλι σαν σούστες πηγαίναμε..

Και ξανά μετά ανοιχτοί ορίζοντες.. χωράφια με ηλιόσπορους ή βαμβάκια.. συστοιχίες δέντρων πέρα μακριά, σαν να ορίζουν τα σύνορα των χωραφιών..



..Ξάνθη, ..Κομοτηνή..

Και πάλι ανυπομονησία να φτάσουμε.. 
Κι όλως παραδόξως, η απάντηση του πατέρα μου για το επόμενο βουνό, έμενε πάντα η ίδια..

Να, να!! Ταμπέλες που γράφουν σε πόσα χιλιόμετρα είναι η Αλεξανδρούπολη! Σε τόσα! Μετά ξανά σε τόσα!

Να, να! Φτάνουμε! 
- Μπαμπά, θα κάνουμε στάση στην θεία Αντωνούλα;;
(Κι όσο και να ήθελε ο έρμος μια τελευταία στάση να δει την αδερφή του.. αποκαμωμένος μετά από ήδη 15ώρες ταξίδι, του έμειναν ακόμα 45λεπτά απόσταση να φτάσει, να τελειώνει, να ξεφορτώσει, να ξεμουδιάσει, να ξεκουραστεί καλά...)
- Δεν μπορούμε τώρα βρε παιδάκια μου -αφήστε, περιμένει κι ο παππούς. Πάμε τώρα στο χωριό κι ερχόμαστε άλλη ώρα στην θεία.

Η απογοήτευση έφευγε γρήγορα όταν ξεπρόβαλλε μπροστά μας από μακριά το χωριό...
Και κολλάγαμε στα παράθυρα, σαν για να φτάσουμε πιο γρήγορα!..
Να! Φτάσαμε! 
Τι κι αν ξυπνάγαμε τον παππού, που είχε πια ξαπλώσει!..
Ακόμα αντηχεί στ' αυτιά μου η φωνή του όταν μας καλωσόριζε..
Βαθιά, γεροντική από την κούραση μιας ολόκληρης ζωής, μα γεμάτη ενθουσιασμό κι ευτυχία που μας ξανάβλεπε μετά από έναν χρόνο, τόσο που έλαμπαν τα μάτια του!





Τα χρόνια πέρασαν.. 
Οι δρόμοι έφτιαξαν, άνοιξαν, πλάτυναν και κόντυναν..
Κι εγώ μεγάλωσα και γνώρισα το έτερον ήμισυ. Και το ταξίδι τότε, είχε γίνει πιο εύκολο, πιο σύντομο.. 


Τώρα πια, με την Εγνατία, ακόμα πιο πολύ.. Το ταξίδι διαρκεί μόλις κάνα 10ωρο στο σύνολο.

Όμως η θέα άλλαξε..
Δεν περνάμε πια μέσα από τα χωριά.. κι έχω ξεχάσει τα ονόματά τους και τις φιγούρες τους..
Η διαδρομή δεν μυρίζει βαμβάκι, καρπούζια και ήλιους..
Ούτε ανεβαίνει-κατεβαίνει πια τόσα βουνά..



Μα κάποιες στάσεις, τις κρατάμε ίδιες..

Πάλι θα σταματήσουμε στα Τέμπη να περπατήσουμε. Και θα βγούμε φωτογραφία, εμείς πια, όλοι μαζί, στην κρεμαστή γέφυρα.
Και θα χαζέψουμε τα μαγαζάκια..


Πάλι θα σταματήσουμε στο Μεσσορόπι να γευματίσουμε.
Και ο καφετζής κι αν έχει γεράσει τόσο, πάλι μας υποδέχεται με χαμόγελο κι ανοιχτές αγκάλες. Και μάλλον χαίρεται κι αυτός που βλέπει την οικογένεια εκείνου του φαντάρου που κάποτε γνώρισε, να μεγαλώνει έτσι..
Και θα δείξω, κάθε φορά, στα μικρά μου τον 'καταρράκτη' κι ας είναι πια ένα απλό ρέμα...


Και θα τους πω για τα χωριά που πια δεν βλέπουμε. Κι ας βαριούνται αυτά..
Και πάλι θα ρωτάνε 'πότε φτάνουμε;' - και πάλι θα απαντάω 'Να, μετά από εκείνο το βουνό...'


Τρίτη 16 Ιουλίου 2019

κλωστές στο χρόνο



Γύρω από ένα Κυριακάτικο τραπέζι, οικογενειακές ιστορίες από εκείνες που έχεις βαρεθεί να ακούς ή να λες..

Γύρω από ένα Κυριακάτικο τραπέζι, κουτσομπολιά και θύμησες. Αυτή τη φορά, η κουβέντα το 'φερε για τους παλιότερους..




Την θεία 'Λούκα', με τα ουζάκια της και την κοκεταρία της. Πάντα.
Την γιαγιά Πίτσα, που ήταν τόσο όμορφη, μα η ζωή της φέρθηκε πολύ σκληρά.
Τον παππού Αντώνη, που μέσα από την καθημερινή βιοπάλη, κατάφερε να χαρίσει και ζεστές αναμνήσεις στην μητέρα μου.
Τον προ-πάππου Γιάννη που ήταν τσιγκούναρος, αλλά έδινε και χαρτζιλίκι-πενταροδεκάρες στα εγγόνια, και-καλά-κρυφά στον ένα από τον άλλο.
Τον θείο Μπάμπη, που έφτιαχνε τέλειο ούζο και κονιάκ, που όμως κάποτε μαζί με τόσους άλλους, αναγκάστηκε να βιώσει ως παιδί τον ξεριζωμό.
Την γιαγιά Σμαραγδή, που έπιανε την πέτρα και την έστιβε.
Τον παππού Χρήστο, που κι εκείνος αναγκάστηκε κάποτε να αφήσει πίσω του το βιος του και μετανάστης να ζήσει αλλού, σε νεοφτιαγμένα σύνορα..


Για όλους εμάς, η Νεότερη Ιστορία, δεν είναι παρά λέξεις γραμμένες σε χαρτί. Πολιτικές αποφάσεις και γεγονότα κάποιου προηγούμενου αιώνα που επηρρέασαν τόσες πολλές ζωές.
Όχι μόνο κάποιων άλλων πολύ παλιά αλλά και τις δικές μας. Της μητέρας μου, του πατέρα μου, των γονιών τους και των δικών τους γονιών πιο πριν..



Όλοι, μια κλωστή στον χρόνο ο καθένας μόνος του. Που πορεύονταν και κάποτε μπερδεύονταν μεταξύ τους.
Και κόβονταν, μα ήδη συνέχιζαν άλλες κλωστούλες, να βρίσκουν την δική τους πορεία στο χρόνο..



Μερικές φορές αρκεί κάτι λίγο, κάτι μικρό, για να δώσει το έναυσμα για κάτι άλλο / νέο, μια νέα περιπέτεια..
Το ψαχούλεμα σε ένα ξεχασμένο συρτάρι, ένα κουτί με παλιές φωτογραφίες, κάποιες σκόρπιες αναφορές σε εκείνες τις ιστορίες από τα παλιά, που θυμούνταν οι μεγάλοι μαζεμένοι γύρω από ένα τραπέζι γιορτινό..
Νομίζω ότι όλα τελικά εξαρτήθηκαν από το βλέμμα εκείνο των μικρών μου, που στην θύμηση ενός παλιού συγγενή σε κοιτάνε ..αδιάφορα.
Και νιώθεις ότι όλες εκείνες οι μνήμες που έχεις για εκείνον τον άνθρωπο, θα χαθούν κι αυτές μαζί με σένα. Όπως χάθηκαν τόσες άλλες πριν από σένα..



Κάπως έτσι, αποφάσισα να ξεκινήσω ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο.
Πρώτη στάση: το γενεαλογικό μας δέντρο.



Αποδείχθηκε πιο δύσκολο απ' ό,τι φαινόταν στην αρχή.
Το δέντρο γέμισε κλαδιά, βαριά από τις ιστορίες τους..
Ονόματα ξεπήδησαν από τις παιδικές μνήμες να γεμίσουν τα κενά, να απλώσουν όλα τα κλαδιά σωστά.
Και κάθε όνομα, μια ιστορία δικιά του. Διαφορετική.
Και το δέντρο γέμισε, μα ο χώρος μου τελείωσε..
Έφτασα στις άκρες του χαρτιού, μα θέλω κι άλλο χώρο, θέλω κι άλλα κλαδιά, έχω κι άλλα ονόματα να βάλω..




"Αγαπητέ Πρόγονε,
πέρασες από την ζωή κι έφυγες,
κι η μνήμη σου μοιάζει ξεχασμένη στη λήθη του χρόνου.
Δεν με γνώρισες, μα είμαι κομμάτι από εσένα.
Και θα προσπαθήσω να σε τιμήσω.
Θα πω στους νεότερους για σένα, τις ιστορίες σου, τους πολέμους σου, τις αγάπες σου."





Κάπως έτσι, ξεκίνησα ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο..


Ενα δέντρο τελείωσε σχεδόν. Της μητέρας μου. Ένα μικρό δώρο σε εκείνην.
Μπήκαν ήδη τα ονόματα, τώρα πρέπουν κι οι ιστορίες τους.
Ακόμα σκονισμένες, σκόρπιες μνήμες, μα πολύτιμες σαν μικρά, ακατέργαστα πετράδια..


Κάπως έτσι, ξεκίνησα ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο..




Κυριακή 7 Ιουλίου 2019

Ήρθα τελικά!



Ηρθε λοιπόν κι η Μάνια στο Ελλάντα, από την αγαπημένη της Μορεάλη, κι αμέσως κανόνισε ένα ασμπέτε..
:))


https://www.youtube.com/watch?v=hNBnyiydAzM



Ήρθε λοιπόν και τα κανόνισε τι ωραία για συνάντηση με θέα την Ακρόπολη.


..Κι ήρθε κι ο Γιάννης Πιτ, κι ήρθε κι ο Διονύσης -το alter ego του κου Λι, κι ήρθε κι η Κατερίνα με το δικό της έτερον ήμισυ, κι ήρθε κι η Μαρία..
Φίλοι από τα (πολύ) παλιά, και νέες γνωριμίες..


Κι όμως είχε κάτι το ιδιαίτερο όλο αυτό.. 

Πρωτο-γνώρισα ανθρώπους που... ήξερα, από τα blogs τους.
Γιατί ναι, μπορείς να γνωρίσεις κάποιον έστω κι έτσι.
Αλλωστε, τα blogs είναι σαν μικρές καταθέσεις ψυχής..
Μικρές εξομολογήσεις, στιγμιότυπα μιας συγκεκριμένης στιγμής, σκέψης.
Εκεί ανοίγεσαι διαφορετικά από ό,τι σ' ένα φίλο, σ' ένα σύντροφο, σ' ένα γνωστό.
Ακόμα κι αν μιλάς για μια αγαπημένη σου ταινία ή φαγητό (αυτό λέει πολλά σε κάποιον που προσέχει..)
Κι όμως. Μέσα στον χαοτικό κόσμο των blogs, κάποιοι ξεχώρισαν ο ένας τον άλλο.
Μικρές νησίδες ν' ακουμπήσεις, στον ωκεανό του ίντερνετ: μια ιστορία, μια μουσική, μια προσωπική στιγμή, μια φιλοσοφία, ένα αστείο, ένα ταξίδι, μια μνήμη..
Έσπασαν τον πάγο, αντάλλαξαν κουβέντες, εικόνες, μουσικές, αστειεύτηκαν.


Τόσο διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον, τόσοι 'ξένοι' μικρόκοσμοι ο καθένας μόνος του, μα να.
Ένα όμορφο, ζεστό, καλοκαιρινό απόγευμα συναντηθήκαμε, χαιρετηθήκαμε, συστηθήκαμε και συνεχίσαμε να υφαίνουμε τους ιστούς φιλίας, όπως συνηθίζαμε στον ξεχωριστό κόσμο των blogs..

Και μαζί με τις 'επισκέψεις' στα blogoσπιτικά, τώρα προστέθηκε η γλυκιά ανάμνηση ενός ασμπέτε..

Ναι. 
Από εχθές, είμαι λίγο πιο πλούσια: έκανα νέους, υπέροχους φίλους!






Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

hello Ιούλιε









Mood of the day: 'Βρε-βρεε.. καλώς τον!'
..ή κατά το πιο επίσημο 'Καλώς ήρθες Ιούλη μας!'


Μπορεί να ήταν μια Δευτέρα σαν όλες τις άλλες, όμως εγώ θα αντισταθώ.


Και θα ταξιδέψω νοερά..
...σε μακρινές αμμουδιές, 
    ...στις βουτιές των διακοπών, 
        ...στα μυθεύματα ενός βιβλίου, 
            ...στην αίσθηση θαλασσινής αρμύρας, 
                ....στην μυρωδιά αντηλιακού...








Καλοκαιρινός οδηγός προς αγαπητό εαυτό και family :
- να αγοράσω εισιτήριο για ..κάπου
- να γνωρίσω νέες παραλίες
- να κλωτσήσω μερικά μεγάλα κύματα
- να γεμίσω την βαλίτσα μου με θησαυρούς από κοχύλια και ζωγραφιστές πέτρες
- να διαβάσω νέα βιβλία, που θα γίνουν κι αυτά τα αγαπημένα μου
- να θυμηθώ τι αξίζει
- να λιαστώ, να παίξω, να κολυμπήσω

- να χορέψω, τουλάχιστον μία φορά φέτος, ρούμπα





Καλό μήνα!