Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

ο θρύλος λέει..




Με νέο, λίγο αλλαγμένο look, και σε καλοκαιρινό ακόμα mood, ήθελα από μέρες να μοιραστώ μαζί σας ένα, παλιό μεν, αγαπημένο δε, κομμάτι.

Με μουσική που 'ντύνει' το πάθος, τον έρωτα, την ζήλεια, την αφοσίωση, την παντοτινή προσμονή, μια ιστορία αγάπης, ένας θρύλος της θάλασσας, από εκείνους που σε κάνουν να ταξιδεύεις νοερά στα βάθη της..







The sun has not come out yet
and Ana and Miguel
are already on fire.
She's on him,
a man and a woman
making a jumble of their bed.

And the sea - that is mad about Ana -
prefers not to look;
jealousy does not spare
neither the water, nor the seaweed, nor the salt.

By dawn
Miguel is already
in his boat
"Kiss me my love,"
he says, "and stand still on the beach
awaiting my return."

The sea murmurs in its language,
"Wretched fisherman!,
do say goodbye to her.
I don't want to share her heart."

 

And she cries and cries and cries for him.
She stands on the beach
waiting and waiting and waiting for Miguel.

Some say in the village
that that white rock is Ana.
She still waits on the beach
her body covered with salt and corals.

"Don't wait any longer, stone girl.
Miguel will not return.
The sea took him prisoner
because he did not want to let him have his woman."

And she cries and cries and cries for him.
She stands on the beach
waiting and waiting and waiting for Miguel.

Some people even say
that when there is a storm
it is Miguel who stirs the waves
fighting to death against the sea.

And she cries and cries and cries for him.
She stands on the beach
waiting and waiting and waiting for Miguel.


*******

Ο ήλιος δεν έχει βγει ακόμα
και η Ana και Miguel έχουν ήδη πάρει φωτιά.
Είναι μαζί του,
ένας άνδρας και μια γυναίκα κάνοντας έρωτα. 
  

Και η θάλασσα - που είναι τρελή για την Ana - προτιμά να μην κοιτάζει.
H ζήλια δεν χαρίζεται ούτε στο νερό, ούτε στα φύκια, ούτε στο αλάτι.
   
Από την αυγή ο Miguel είναι ήδη στην βάρκα του
"Φίλα με αγάπη μου," λέει,
"Να στέκεσαι στην παραλία περιμένοντας την επιστροφή μου. "  

Κι η θάλασσα μουρμουρίζει στη γλώσσα της,

"Παλιό-ψαρά! Πες της αντίο!. Δεν θέλω να μοιραστώ την καρδιά της. "  

Και δακρύζει και δακρύζει και δακρύζει γι 'αυτόν.
Μένει πάντα στην παραλία περιμένοντας και περιμένοντας τον Miguel.  

Κάποιοι λένε στο χωριό ότι αυτός ο λευκός βράχος είναι Ana.
Εξακολουθεί να περιμένει στην παραλία
το σώμα της καλυμμένο με αλάτι και κοράλλια. 

"Μην περιμένεις άλλο, πέτρινο κορίτσι.
Ο Miguel δεν θα επιστρέψει.
Η θάλασσα τον πήρε φυλακισμένο 
γιατί δεν ήθελε να τον αφήσει να έχει τη γυναίκα του."  

Και δακρύζει και δακρύζει και δακρύζει γι 'αυτόν.
Μένει πάντα στην παραλία περιμένοντας και περιμένοντας τον Miguel.  
Μερικοί άνθρωποι λένε ακόμη ότι όταν υπάρχει καταιγίδα
είναι ο Miguel που ανταρεύει  τα κύματα 
πολεμώντας μέχρι θανάτου με την θάλασσα.   

Και δακρύζει και δακρύζει και δακρύζει γι 'αυτόν.

Μένει πάντα στην παραλία περιμένοντας και περιμένοντας τον Miguel…


Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

Κόκκινο, σωμόν, βαθύ δαμασκηνί και μωβ..


Είναι τώρα εκείνη η στιγμή μετά το λιόγερμα κι εκείνη η ησυχία του νησιού, που ζωγραφίζει τα όνειρα..

Αφουγκράζομαι τις μουσικές της θάλασσας.. Υπνωτιζει αυτό το απαλό κυματάκι που σκάει στα βότσαλα.. γάργαρο και ρυθμικό.. πτυχές που ξεδιπλώνονται κι αφήνονται νωχελικά..

Και μπροστά απλώνεται ο ορίζοντας, γεμάτος μ' όλα τα χρώματα που χωράνε στην φαντασία..
Κόκκινο, σωμόν, βαθύ δαμασκηνί και μωβ..
Και νιώθεις να ζηλευεις λίγο που δεν είσαι κι εσύ ποιητής ή ζωγράφος..
Και προσπαθείς να κρατήσεις αυτή την στιγμή και την εικόνα - που ήταν μοναδική στα πέρατα του κόσμου κι αισθάνεσαι ευλογημένος που ήσουν εκεί, μάρτυράς της...

Τα χρώματα σκούρηναν, οι σκιές μεγάλωσαν.. κι εσύ ακόμα χαζεύεις εκεί, μαζί με το υπνωτισμένο, απαλό κυματάκι...


Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

στο βεραντάκι του χωριού


Εκεί, απλωμένο ανάμεσα σε χωράφια, σπαρτά, μαντριά και κάμπους, ένα μικρό, αγροτικό, ταπεινό χωριό.
Με ασβεστωμένα ισόγεια σπίτια και κεραμιδένιες στέγες.
Με αυλές, μπαχτσέδες και κοτούλες αμολητές να τσιμπολογάνε.
Αυλές με αχλαδιές, μουσμουλιές και βασιλικούς.
Μπαχτσέδες με λογιών-λογιών λαχανικά και φρούτα.


Στο βεραντάκι του χωριού.
Τα λιγοστά πρωινά των διακοπών, παρέα με το έτερον ήμισυ, ένα καφέ κι ένα βιβλίο.
Εκεί, στην ησυχία..

Θροϊσματα των φύλλων και ζεστό αεράκι νεοφερμένο απ' τις άκρες του χωριού.
Θαμπές ομιλίες από τον πέρα καφενέ και απόηχοι των αυτοκινήτων της εθνικής, στο βάθος.
Που-και-που, κάνα τρακτέρ.




Στην μουσμουλιά που στέκεται εμπρός μου, ένας μεγάλος, περίτεχνος ιστός αράχνης, που ενώνει κλαδιά με κάγκελα.
Αόρατος, τον ανακαλύπτεις σιγά-σιγά, ανάλογα με το πώς πέφτει το φως πάνω του -κι όσο πιο πολύ το χαζεύεις, τόσο πιο πολύ θαυμάζεις το άρτιο, απόλυτα ισορροπημένο έργο ενός τοσοδούλικου εντόμου..
Κι η φίλτατη αράχνη παραμονεύει στην κορφή, τα θύματά της: μύγες, κουνούπια κτλ. (Φίλη μας).


Κοίτα! Στην ξύλινη κολώνα της ΔΕΗ κοντοστάθηκε ένας πελαργός. Όμορφο, μεγάλο, λεπτοκαμωμένο, περήφανο πουλί.
Λελέκια τα λένε εδώ.
Κροταλίζει με το μακρύ ράμφος του κι αντηχεί παντού.. Ανοίγει διάπλατα φτερά κι απογειώνεται ξανά.



Στο βεραντάκι του χωριού.
Ο όποιος περαστικός, θα χαιρετήσει εγκάρδια και θα έρθει να κεραστεί καφέ.
Και κάποιοι μερικοί θα 'ρθούν με γιομάτα χέρια. Ντομάτες, πιπέρια, κολοκύθια απ'τον μπαχτσέ τους, φρέσκα αυγά απ'το κοτέτσι τους, φτιαχτό κατίκι, ζεστές λαλαγγίτες με βούτυρο, τυλιχτά μιλινάκια με τυρί.
Κι όλα προσφερμένα με αγάπη, βροντερή φωνή και ανοιχτές αγκάλες.
Γιατί έτσι είναι οι άνθρωποι εδώ.
Απλόχεροι και γενναιόδωροι. Σε όλα τους. Είτε στους μπαχτσέδες τους, είτε στις αγκαλιές τους.






Τα μικρά προσπαθούν ακόμα να συνηθίσουν ..την ηρεμία του τόπου..
Κι ας είναι τόσο γραφικό το βεραντάκι του χωριού...
Τους πέφτει κάπως βαριά η παντελής έλλειψη τεχνολογίας εδώ.
Βλέπεις, το σπίτι στο χωριό είναι απλό, λιτό κι απέριττο. Οι πιο sci-fi συσκευές είναι ο ανεμιστήρας και το ψυγείο.
Οπότε το όποιο κινητό ή ό,τι άλλο gadget στα χέρια τους αποκτά την χρησιμότητα ενός πρώιμου Νόκια..


Και πάλι όμως.
Οι μέρες περνάνε γρήγορα εδώ.
Λίγο οι εξορμήσεις στην (όχι-και-τόσο-κοντινή) παραλία, λίγο οι σιφουνο-επισκέψεις στους θείους-θείες κτλ, κτλ, όλο και περνάνε την ώρα τους.


Τα βραδάκια μαζευόμαστε οι τέσσερίς μας σ'ένα ήρεμο καφέ με παραδοσιακά, σπιτικά, δικά τους γλυκά, διαλέγουμε το πιο άνετο τραπέζι κι απλώνουμε τα επιτραπέζιά μας, δίπλα στα εκμέκ, τα γαλακτομπούρεκα και τους μπακλαβάδες..
Κάθε βράδυ δοκιμάζουν κι από ένα 'νέο' γλυκό.
Και μετά βουρ σε παιχνίδια. Ζωγραφομαχίες, κόντρες των 5δευτερολέπτων, μπιρίμπα, ονόματα-φυτά-ζώα-πράγματα, κτλ..
Οι ομάδες σχεδόν πάντα ίδιες: εγώ με τον μεγάλο μας κι ο σύζυγος με τον μικρό μας.


Ειδικά εχθές, παίζαμε σε ομάδες Ζωγραφομαχίες -κι εγώ με τον μεγάλο μου, σαρώναμε!
Βρίσκαμε τις λέξεις εύκολα, φέρναμε μεγάλες ζαριές, πηγαίναμε για τρελή νίκη!
Παραμίλαγε το έτερον-ήμισυ:
-Πωω-πω, ρε τι ζαριές φέρνουνε;! Πριν πέντε κι έξι, τώρα εξάρες! Μας σκίζουνε!..
Και ο μικρός απαντώντας στην αναστάτωση του πατέρα του:
-Τι;; Πλάκα κάνεις; Δεν βλέπεις που τόσην ώρα προχωράνε το λάθος πούλι;;;


...........
Φσσσσςςςςτ! Μπόινγκ!


..Στο βεραντάκι του χωριού.. κι ακόμα λιώνω απ'τα γέλια...…...