Εμάς ακολουθούσε!!
Κι ένιωθα τυχερή, που κάτι (τόσο διάσημο και σημαντικό όσο το Φεγγάρι), προσέχει εμάς στο ταξίδι μας...
Πρώτη στάση, Άγιος Κωνσταντίνος, κοντά μεσάνυχτα. Για λίγο τέντωμα κι ένα καφέ για τον οδηγό.
Το υπόλοιπο βραδυνό ταξίδι κυλούσε με μουσική από το ράδιο -ό,τι έπιανε, αρκεί να ήταν Διονυσίου ή Καζαντζίδης -άντε και Νέο Κύμα για πιο light μουσική..
Τα Τέμπη, λόγω ώρας τα προσπερνούσαμε στο 'πήγαινε' - σταματούσαμε όμως κάθε φορά στο 'γύρνα' - και δωσ' του φωτογραφίες στην γέφυρα.. και χάζεμα στα μαγαζάκια που έχει κάτω. Πάντα, σιγοτραγουδώντας 'στης Λαρίιιισσης το ποτάαααμι / που το λέεεενε Πηνειόοοοο.....'
(Μην νομίζετε, κάπως έτσι έμαθα αρκετά νωρίς την Γεωγραφία της Βόρειας Ελλάδας.. από τις στάσεις και τα λαϊκά άσματα...)
Χαράματα πια Θεσσαλονίκη -για μπουγάτσα και πρωινό.
Αγουροξυπνημένη, ... και με λίγη γκρίνια.. --γιατί το σοκολατούχο γαλατάκι του μπουγατσά δεν ήταν το ίδιο με αυτό που πίναμε σπίτι.. και γιατί έξω ήταν σκοτάδια ακόμα.. και γιατί να κατέβουμε αφού ωραία κοιμόμαστε (τέλος πάντων, άμα νυστάζεις, όλο και κάτι βρίσκεις για να γκρινιάξεις).
Όταν πια ..στανιάραμε όλοι, ξαναξεκινούσαμε.
Τώρα θα ξεκίναγε το δύσκολο κομμάτι:
η Eθνική Θεσ/κης - Αλεξ/λης, κάποτε, δεν ήταν παρά ένας στενός, μικρός κι ασήμαντος επαρχιακός δρόμος, που ανέβαινε βουνά, κατέβαινε πεδιάδες και ούτω καθεξής.
Για αυτό ήθελε πάντα ο πατέρας μου να φεύγουμε βράδυ από Αθήνα: ώστε εκείνα τα κομμάτια να τα κάνουμε με το φως της ημέρας.
Δρόμο παίρναμε, δρόμο αφήναμε.
Και κάθε φορά μας έλεγε σε ποιο χωριό πλησιάζουμε -όλα τα θυμόταν!
Και να 'σου τα τρακτέρ και ό,τι άλλο αργοκίνητο μπροστά μας. Και πού χώρος για προσπέραση; Μετά το τελείωμα του εκάστοτε χωριού, κι αν λοξοδρομήσει γρήγορα για τα χωράφια του.
Και πέρα, να απλώνεται απέραντη σχεδόν η επαρχία..
- Φτάνουμε μπαμπά;
- Να, σε λίγο. Μετά από εκείνο το βουνό.
κι έδειχνε το βουνό που σηκωνόταν αγέρωχο μακριά μας.
Ανεβαίναμε βουνό, στροφές από 'δω, στροφές από 'κει.
- Τώρα; φτάνουμε μπαμπά;
- Οχι ακόμα, είπαμε μετά από εκείνο να, το βουνό',
κι έδειχνε πάλι το βουνό (άλλο προφανώς, αλλά πού να το αποδείξεις; )
Και κάπου μεταξύ βουνών, μετράγαμε ανηφοριές, κατεβαίναμε λαγκάδια, χαζεύαμε χωριά, ποτάμια, λίμνες κι ουρανό.
Σύντομα σταματήματα στην άκρη του δρόμου για διάφορα.. Να φτιάξει ένα γρήγορο φραπέ η μητέρα μου στον οδηγό μας, να τσιμπήσουμε κάτι, μέχρι και πικ-νικ θυμάμαι να στρώναμε..
Επόμενη στάση, κοντά στην Καβάλα, σ'ένα μικρό χωριό, το Μεσσορόπι, εκεί, στους πρόποδες του Παγγαίου..
Δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο, μονάχα έναν καφενέ στις παρυφές του χωριού.
Μα ήταν -κι ακόμα είναι- η καλύτερη στάση του ταξιδιού!
Παραδοσιακός καφετζής του χωριού, με το μουστάκι του και την ποδίτσα του, μας έκανε πάντα ιδιαίτερη περιποίηση!
Η ξεχωριστή γνωριμία με τον πατέρα μου, από τα στρατιωτικά του χρόνια σαν φαντάρος, μετέτρεπε αυτόν τον παραδοσιακό, χωριάτικο καφενέ στο καλύτερο εστιατόριο!
'Κάνα αυγουλάκι για τα παιδιά' -του χωριού κιόλας! θυμάμαι πάντα να λένε με την Κυρά του, στην κουζίνα μέσα..
'Κάνα λουκανικάκι' -παραδοσιακό, δικό τους! πατατούλες, σαλατούλα, απ'όλα τα καλούδια!
Σερβιρισμένα με ανοιχτές αγκαλιές κι αγάπη..
Μα το πιο τέλειο, αυτό για το οποίο ανυπομονούσαμε τρελά η αδερφή μου κι εγώ σε όλο το ταξίδι, ήταν ο καταρράκτης στο πλάι του μαγαζιού!!
Με τα μάτια ενός 'μεγάλου' δεν ήταν παρά ένα μεγάλο ρέμα που κατέβαζε τα χιόνια του Παγγαίου που έλιωναν...
Ομως όχι στα δικά μας!
Στα δικά μας, παιδικά μάτια, ήταν ένας καταρράκτης που έτρεχε με ορμή!
Κι άπλωνε μοσχοβολιές από δροσιά και πράσινη φύση σ' όλο το σύμπαν!
Και κάπου-κάπου, σε μιαν ακρούλα, μπορούσες να σκύψεις αρκετά και να ακουμπήσεις τα νερά που πια ηρεμούσαν...
Τι ευτυχία όταν καταφέρναμε να βρέξουμε εκεί τα χέρια μας!...
Μα το ταξίδι έχει συνέχεια, μας περίμενε ο παππούς..
Θυμάμαι να περνάμε από το 'πλακόστρωτο' κέντρο της Καβάλας -γιατί από εκεί περνούσε η τότε-Εθνική.
Κι όσο αργά και να πηγαίναμε, πάλι σαν σούστες πηγαίναμε..
Και ξανά μετά ανοιχτοί ορίζοντες.. χωράφια με ηλιόσπορους ή βαμβάκια.. συστοιχίες δέντρων πέρα μακριά, σαν να ορίζουν τα σύνορα των χωραφιών..
..Ξάνθη, ..Κομοτηνή..
Και πάλι ανυπομονησία να φτάσουμε..
Κι όλως παραδόξως, η απάντηση του πατέρα μου για το επόμενο βουνό, έμενε πάντα η ίδια..
Να, να!! Ταμπέλες που γράφουν σε πόσα χιλιόμετρα είναι η Αλεξανδρούπολη! Σε τόσα! Μετά ξανά σε τόσα!
Να, να! Φτάνουμε!
- Μπαμπά, θα κάνουμε στάση στην θεία Αντωνούλα;;
(Κι όσο και να ήθελε ο έρμος μια τελευταία στάση να δει την αδερφή του.. αποκαμωμένος μετά από ήδη 15ώρες ταξίδι, του έμειναν ακόμα 45λεπτά απόσταση να φτάσει, να τελειώνει, να ξεφορτώσει, να ξεμουδιάσει, να ξεκουραστεί καλά...)
- Δεν μπορούμε τώρα βρε παιδάκια μου -αφήστε, περιμένει κι ο παππούς. Πάμε τώρα στο χωριό κι ερχόμαστε άλλη ώρα στην θεία.
Η απογοήτευση έφευγε γρήγορα όταν ξεπρόβαλλε μπροστά μας από μακριά το χωριό...
Και κολλάγαμε στα παράθυρα, σαν για να φτάσουμε πιο γρήγορα!..
Να! Φτάσαμε!
Τι κι αν ξυπνάγαμε τον παππού, που είχε πια ξαπλώσει!..
Ακόμα αντηχεί στ' αυτιά μου η φωνή του όταν μας καλωσόριζε..
Βαθιά, γεροντική από την κούραση μιας ολόκληρης ζωής, μα γεμάτη ενθουσιασμό κι ευτυχία που μας ξανάβλεπε μετά από έναν χρόνο, τόσο που έλαμπαν τα μάτια του!